παρακειμέναις

παρακειμέναις
παράκειμαι
lie beside
perf part mp fem dat pl
παράκειμαι
lie beside
pres part mp fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευεπίδρομος — εὐεπίδρομος, ον (Α) 1. αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιδρομή, ο ευπρόσβλητος («ὡς μὴ εὐεπίδρομον εἶναι ταῑς παρακειμέναις χαράδραις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. ευάλωτος («φιλοσοφία εὐεπίδρομος σοφισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί δρομος (< επι δραμείν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”